Αριθμός επισκέψεων
Κειμεικές αναπαραστάσεις
Λογοτεχνία
Το θέμα των επιδημιών απαντάται διαχρονικά σε διάφορα γραμματειακά είδη,
γεγονός που οφείλεται στο ότι οι ασθένειες αποτελούν αναφαίρετο κομμάτι
της ανθρώπινης ζωής. Από ιούς κατασκευασμένους σε εργαστήρια που το «έσκασαν» έως την μαύρη πανώλη που αφάνιζε ολόκληρες πόλεις τον Μεσαίωνα, οι επιδημίες τροφοδοτούσαν πάντα την φαντασία των συγγραφέων και κατείχαν πρωταγωνιστικό ρόλο, ιδίως στην πεζογραφία, λόγω του υψηλού συμβολισμού τους.
Η λογοτεχνία έχει διασώσει πολλές µαρτυρίες για τις επιπτώσεις των επιδηµιών στους ανθρώπους. Ιστορικά, η πρώτη αναφορά του θέματος ξεκινά με τον Όμηρο (ραψωδία Α, Ιλιάδα), που αφηγείται τον λοιμό που στέλνει ο Απόλλωνας στα στρατεύματα των Αχαιών για να τιμωρήσει την ύβρη του Αγαμέμνονα.
Οι επιδηµίες, είτε αυτές αναφέρονται σε πραγµατικές καταστάσεις είτε χρησιµοποιούν το θέµα σε µεταφορικό ή αλληγορικό πλαίσιο, τόσο στην ξένη όσο και στην ελληνική λογοτεχνία, έχουν να επιδείξουν μια σειρά από αξιόλογα πεζά, θεατρικά και ποιητικά κείμενα, καταλαμβάνοντας ως θέμα κεντρική θέση.
Ιλιάδα
Όμημος,
(8ος αιώνας π.Χ.)
Ο λοιμός που αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου (ραψωδία Α) έχει σαν αιτία την οργή του θεού Απόλλωνα εναντίον των Αχαιών, γιατί ο Αγαμέμνονας δεν επέστρεψε στον πατέρα της Χρύση, ιερέα του Απόλλωνα, την κόρη του Χρυσηίδα, που την κρατούσε ο ίδιος αιχμάλωτη σαν λάφυρο, παρά τις ικεσίες του Χρύση. Η αρρώστια στην ομηρική περίοδο είναι θεόσταλτη και έχει συγκεκριμένη αιτία: την ασέβεια του βασιλιά Αγαμέμνονα και την αλαζονική του συμπεριφορά απέναντι στον ιερέα του Απόλλωνα. Ο λοιμός έρχεται να ενσκήψει στο στρατόπεδο των Αχαιών για να αποκαταστήσει την ηθική τάξη, η οποία είχε διασαλευτεί σύμφωνα με τις αντιλήψεις και τον αξιακό κώδικα της ομηρικής κοινωνίας.
Τη μάνητα, θεά, τραγούδα μας του ξακουστού Αχιλλέα,
ανάθεμά τη, πίκρες που 'δωκε στους Αχαιούς περίσσιες
και πλήθος αντρειωμένες έστειλε ψυχές στον Άδη κάτω
παλικαριών, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους
και στα όρνια ολούθε —έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας—
απ᾿ τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους,
του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας.
Ποιος τάχα απ᾿ τους θεούς τους έσπρωξε να μπούνε σ᾿ έτοια αμάχη;
Του Δία και της Λητώς τους έσπρωξεν ο γιος, που με το ρήγα
χολιάζοντας κακιά εξεσήκωσεν αρρώστια και πέθαιναν
στρατός πολύς᾿ τι δε σεβάστηκεν ο γιος του Ατρέα το Χρύση,
του θεού το λειτουργό·
…Είπε, και την ευκή του επάκουσεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος,
κι απ᾿ την κορφή του Ολύμπου εχύθηκε θυμό γεμάτος, κι είχε
δοξάρι και κλειστό στις πλάτες του περάσει σαϊτολόγο'
κι αντιβροντούσαν οι σαγίτες του στις πλάτες, μανιασμένος
καθώς τραβούσε· και κατέβαινε σαν τη νυχτιά τη μαύρη.
Κάθισε αλάργα απ᾿ τα πλεούμενα κι ευτύς σαγίτα ρίχνει,
και το ασημένιο του αντιδόνησε τρομαχτικά δοξάρι.
Τις μούλες πρώτα πρώτα δόξευε και τους γοργούς τους σκύλους,
μετά τις μυτερές του ρίχνοντας σαγίτες τους ανθρώπους
σαγίτευε᾿ κι άναβαν άπαυτα για τους νεκρούς οι φλόγες.
Μέρες εννιά απολιόταν πάνω τους το θείο σαγιτοβόλι,
κι απά στις δέκα πια τη σύναξη συγκάλεσε ο Αχιλλέας'
η Ήρα, η θεά η κρουσταλλοβράχιονη, τον είχε λέω φωτίσει,
περίσσια που γνοιαζόταν, βλέποντας οι Αργίτες να πεθαίνουν.
Κι εκείνοι τότε αφού μαζώχτηκαν κι όλοι μαζί βρέθηκαν,
πήρε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος κι ορθός μιλούσε ομπρός τους:
«Ατρείδη, τώρα θα γυρίσουμε λέω στην πατρίδα πίσω
με άδεια τα χέρια, αν ξεγλιτώσουμε μονάχα από το Χάρο,
καθώς η λοιμική κι ο πόλεμος μαζί μας ξεκληρίζουν...
Πηγή: http://users.uoa.gr
Οιδίπους τύραννος
Σοφοκλής.
Η χρονολογία συγγραφής του έργου θεωρείται άγνωστη. Εικάζεται ότι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 428 π.Χ.
Στην αρχαία τραγωδία «Οιδίπους τύραννος» του Σοφοκλή, στο προοίμιο (στιχ. 22-30) περιγράφεται ο λοιμός των Θηβών. Στην πόλη της Θήβας, σύμφωνα με τον μύθο, μόλις ανέβηκε στο θρόνο ο νέος βασιλιάς Οιδίποδας έπεσε λοιμός,
που είχε συνέπειες τόσο στους ανθρώπους, με πολύ μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, όσο και στη φύση, με καταστροφή της καρποφορίας της γης και θανάτους ζώων. Η κατάσταση στη Θήβα ήταν απελπιστική, γι’ αυτό οι γεροντότεροι προσέτρεξαν στο νέο βασιλιά, ικετεύοντάς τον να δώσει λύση.
Η λύση ήταν να ζητήσει η πόλη χρησμό από το μαντείο των Δελφών ώστε να φανερώσει ο θεός την αιτία του κακού, πράγμα που ο Οιδίποδας ήδη είχε κάνει.
Την απάντηση έφερε στην πόλη ο Κρέοντας, επίσημος απεσταλμένος στο μαντείο, και ήταν καταλυτική: αιτία του λοιμού ήταν η παρουσία ανάμεσά τους ενός μιαρού ανθρώπου, ο οποίος έπρεπε να εξολοθρευθεί.
...........................................η πόλις
βλέπεις πώς συνταράζεται και να σηκώση
κεφάλι από τον κόκκινο των βυθών σάλον
δεν ημπορεί· και φθείρονται οι βλαστοί της μάνας
γης και ψοφούν ανάριθμα βωδιών κοπάδια
και πεθαμένα τα παιδιά γεννοβολούνε
οι μανάδες. Ο ολέθριος θεός στην πόλιν
έστειλε κακορρίζικην αρρώστειαν, έτσι
αδειάζει η Θήβα από ζωές πολλές ανθρώπων
και ο μαύρος Άδης στεναγμούς και γόους γεμίζει.
Έργα και Ημέραι
Ησίοδος
(8ος αιώνας π.Χ.)
Στο «Έργα και Ημέραι», ένα από τα πιο γνωστά διδακτικά επικά ποιήματα του Ησιόδου, ο λοιμός πέφτει ως θεϊκή τιμωρία από τον Δία στους ανθρώπους, όταν δεν είναι δίκαιοι αλλά υποπίπτουν σε αθλιότητες και κακές πράξεις.
...Μα όσοι απονέμουν κρίσεις δίκαιες στους ξένους και τους ντόπιους
κι από του δίκαιου την οδό δεν παρεκβαίνουν,
ακμάζει η πόλη τους κι ανθεί ο λαός σε τούτη.
Ειρήνη που τα νιάτα τρέφει έχουν στη γη τους κι ούτε ποτέ
ο Δίας που μακριά ηχεί πόλεμο σκληρό γι᾽ αυτούς ορίζει.
Ούτε ο λοιμός σ᾽ ανθρώπους έρχεται που δίκαια κρίνουν
ούτ᾽ η καταστροφή, μα νέμονται στις ευωχίες τούς καρπούς απ᾽ τα χωράφια που φροντίζουν.
Βιος πολύ σε τούτους φέρνει η γη και στα βουνά η βελανιδιά
φέρνει στην άκρη των κλαδιών τα βελανίδια, στη μέση τα μελίσσια.
Και τα πυκνότριχα αρνιά απ᾽ το μαλλί βαραίνουν,
γεννάν παιδιά οι γυναίκες τους που μοιάζουν στους γονείς τους.
Ευδαιμονούν με τα αγαθά τους αδιάκοπα. Σε πλοία επάνω
δεν ταξιδεύουν, μα η σιτοδότρα γη καρπό τούς δίνει.
Σ᾽ εκείνους όμως που τους νοιάζει η αδικία η κακή και τ᾽ άθλια έργα
ορίζει τιμωρία ο Δίας που μακριά ηχεί, ο γιος του Κρόνου.
Πολλές φορές από έναν άνθρωπο κακό μια πόλη στο σύνολό της υποφέρει,
αν αμαρτάνει αυτός και μηχανεύεται ανόσια έργα.
Σ᾽ αυτούς μεγάλη συμφορά απ᾽ τον ουρανό στέλνει ο γιος του Κρόνου,
λιμό συνάμα και λοιμό, κι οι άνθρωποι αφανίζονται.
Ούτε οι γυναίκες τους γεννάν, μικραίνουν οι οικογένειες
μ᾽ απόφαση του Ολύμπιου Δία. Κι άλλοτε πάλι
μεγάλη τους στρατιά αφανίζει ο γιος του Κρόνου ή τείχος
ή πλοία τους στη θάλασσα εκδικείται.
Το Δεκαήμερον
Τζιοβάνι Μποκκάτσιο
(Ιωάννης Βοκάκιος)
(1348-1353)
«Το Δεκαήμερον» είναι μια συλλογή εκατό ιστοριών, τις οποίες αφηγούνται μια ομάδα νέων, επτά γυναίκες και τρεις άνδρες, που βρίσκουν καταφύγιο σ’ έναν πύργο κοντά στη Φλωρεντία ώστε να γλυτώσουν από τον Μαύρο Θάνατο (πανώλη) που μαστίζει την πόλη. Οι ιστορίες κυμαίνονται από ερωτικές μέχρι τραγικές.
Πέρα από την λογοτεχνική του αξία και την ευρεία επιρροή που άσκησε, «Το Δεκαήμερον» αποτελεί παράλληλα καταγραφή της ζωής της εποχής. Είναι γραμμένο στην καθομιλουμένη φλωρεντινή γλώσσα και θεωρείται αριστούργημα του κλασικού πρώιμου ιταλικού πεζού λόγου.
Το θανατικό της Ρόδου
Εμμανουήλ Λιμενίτης
(1498)
Το «Θανατικόν της Ρόδου» είναι ένα ομοιοκατάληκτο ποίημα γραμμένο από τον Ροδίτη ποιητή Εμμανουήλ Λιμενίτη (γνωστού παλιότερα ως Γεωργηλλά). Περιγράφει μεταξύ άλλων την επιδημία πανούκλας στα τέλη του 15ου αιώνα, που την έζησε και ο ίδιος. Η επιδημία βουβωνικής πανώλης ξέσπασε στην ιπποτοκρατούμενη πόλη της Ρόδου τον Οκτώβριο του 1498.
Ακολουθώντας μια παραδοσιακή χριστιανική κοσμοθεωρία, ο Εμμανουήλ Λιμενίτης αποδίδει τις φυσικές και άλλες καταστροφές στις αμαρτίες των ανθρώπων, κυρίως στον ελεύθερο ερωτισμό, στα τυχερά παιχνίδια και στην απληστία, στη μη τήρηση των εκκλησιαστικών τυπικών, τη μοιχεία, τη δικομανία των πολιτών και την έλλειψη φιλανθρωπίας. Ο ποιητής παρουσιάζει την επιδημία ως δίκαιη θεία τιμωρία για τα ήθη των ανθρώπων, ενώ η Ρόδος προσωποποιείται ως φορέας όλων των αμαρτιών των κοινωνικών τάξεων.
Χιλιοστώ τω έτει τε τετρακοσιοστῶ τε
συν άλλοις ενενήκοντα και οκτώ πληρεστάτοις
θνήσις και μόρος εκ Θεού και παίδευσις η εκ τούτου
θανατικόν επέσωσεν εις το νησίν της Ρόδου·
και ήρχισεν από μηνός αυτού του Οκτωβρίου.
κι εκράτει μήνας είκοσι η λοίμη του θανάτου,
κυριαρχούντος τοιγαρούν, μεγαλομαστορούντος
φρα-Πέτρου τε δε Αβουσσών, έτι και γκαρδινάλου
δε Σαντο¬Ανδριάνου τε και ο αυτός Φρατζόρζης.
Καθέδρας αποστολικής της μητροπόλεως Ρόδου
ήτον ο αγιότατος ο σοφός Μητροφάνης,
αρχιερεύς πανάρετος, καλός μητροπολίτης·
εν τώδε τω θανατικώ και αυτός απεβίω.
Αλλά γε και το ποίημα και όσα διαστίχου
εγράφησαν, βαβαί παπαί, διά το θανατικόν της Ρόδου,
Εμμανουήλ ο γράψας είν᾽, ακμή και ο ποιήσας,
Γεωργηλλάς ακούεται, Λιμενίτης το επίκλιν...
Ουτοπία
Τόμας Μορ
(1516)
Η «Ουτοπία» είναι ένα έργο φαντασίας και κοινωνικοπολιτικής
σάτιρας του Τόμας Μορ (1478-1535), γραμμένο σε λατινικά, που δημοσιεύτηκε το 1516.
Ένας θαλασσοπόρος ανακαλύπτει σ’ ένα μακρινό νησί, την Ουτοπία, μια ιδανική κοινωνία. Οι κάτοικοι του νησιού απολαμβάνουν ισότητα, δημοκρατία και κοινοκτημοσύνη, με άλλα λόγια όσα δεν διέθετε η Αγγλία της εποχής. Το νησί είναι αλώβητο κι από επιδημίες, για παράδειγμα από την πανώλη που είχε ενσκήψει επανειλημμένα τότε στην Αγγλία.
Η Χρονιά της Πανούκλας
Daniel Defoe
(1722)
Στη «Χρονιά της Πανούκλας» ο Ντάνιελ Νταφόε περιγράφει τα δραματικά γεγονότα κατά την Μεγάλη Πανώλη στο Λονδίνο, αναμειγνύοντας γραπτές πηγές, μαρτυρίες ανθρώπων που τα έζησαν και μυθιστορηματικά στοιχεία.
Την εποχή της πανούκλας ο ίδιος ήταν πέντε χρονών. Ο συγγραφέας καταγράφει τα όσα έζησε ως μικρό παιδί στη μεγάλη πανώλη του Λονδίνου, παίρνοντας έμπνευση από τις ακραίες συνθήκες που είχε δει με τα ίδια του τα μάτια. Αρρώστια, φόβος, αποδιοργάνωση, χαμηλά ένστικτα, θάνατος αλλά και πράξεις που ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα μέτρα ήταν ιδανικός καμβάς για να ζωγραφίσει τις ιστορίες του.
Ο Ντεφόε περιγράφει μια πόλη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης: υστερία, δεισιδαιμονίες, ανεργία, λεηλασίες και απάτες συνθέτουν το σκηνικό. Αποτελεί το πρότυπο και υπόδειγμα κάθε απόπειρας ν' αποδοθεί η «πόλις», ο τρόμος μάλιστα της «πόλεως», του «άστεως», σε στιγμές επιδημίας, πολιορκίας ή εχθρικής κατοχής.
Ασπασία
Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός
(1813)
Ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός ή Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, Έλληνας λόγιος και πολιτικός της Βλαχίας, Μολδαβίας και της νεοσύστατης Ελλάδας, συνέθεσε την έμμετρη τραγωδία «Ασπασία» το 1813. Ο συγγραφέας περιγράφει ζωντανά τη φρίκη του λοιμού, τη μορφολογία της επιδημίας και την κλινική συμπτωματολογία της επάρατης νόσου -έργο επηρεασμένο από τον αθηναϊκό λοιμό όπως τον αποτύπωσε ο Θουκυδίδης, που οδήγησε και τον Περικλή στον θάνατο. Αιτία του λοιμού θεωρείται η αχαριστία των πολιτών στον Περικλή. Η Ασπασία είναι το ηθικό στοιχείο που αποφασίζει να πάει στη χτυπημένη από τον λοιμό Αθήνα με σκοπό να βρει τον Περικλή.
Η επιδημία, όμως, στο έργο δεν γεννά μονάχα κακό, αλλά βοηθά να ανθίσει και η ήδη υπάρχουσα ανηθικότητα, ενώ η υποκρισία και η κερδοσκοπία διατρέχουν πια όλη την κοινωνία: οι νεκροθάφτες που πριν έκλαιγαν, μεταφέροντας τα πτώματα του απλού λαού, τώρα χαίρονται που θα θάψουν επί χρήμασι τον Περικλή.
Διαβάστε εδώ ολόκληρο το έργο.
Οι λογοδοσμένοι
Alessandro Manzoni
(1827)
Το έργο «Οι λογοδοσμένοι» ή αλλιώς «Οι αρραβωνιασμένοι» είναι σημαντικό ιστορικό μυθιστόρημα του Αλεσσάντρο Μαντσόνι, και θεωρείται το πιο διάσημο και πιο διαδεδομένο στην ιταλική γλώσσα. Δημοσιεύθηκε σε πρώτη έκδοση το 1827, αναθεωρήθηκε αργότερα από τον ίδιο συγγραφέα και αναδημοσιεύθηκε στην τελική έκδοσή του μεταξύ 1840 και 1842.
Διαδραματίζεται μεταξύ 1628 και 1630 στη Λομβαρδία κατά την περίοδο της ισπανικής κυριαρχίας. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε αυστηρή ιστορική έρευνα και τα επεισόδια του δέκατου έβδομου αιώνα, όπως οι αντιξοότητες της μοναχής της Μόντζας (Marianna de Leyva y Marino) και της Μεγάλης πανούκλας του 1629-1631, και έχουν ως βάση αρχειακά έγγραφα και χρονικά εποχής.
Το μυθιστόρημα του Μαντζόνι θεωρείται όχι μόνο ως ορόσημο στην ιταλική λογοτεχνία - καθώς είναι το πρώτο σύγχρονο μυθιστόρημα αυτής της λογοτεχνικής παράδοσης - αλλά και ένα θεμελιώδες πέρασμα στη γέννηση της ίδιας της ιταλικής γλώσσας.
Η μάσκα του κόκκινου θανάτου
Έντγκαρ Άλλαν Πόε
(1842)
Ο «Κόκκινος Θάνατος» ρήμαζε από καιρό τη χώρα. Καμιά επιδημία δεν είχε ποτέ σταθεί τόσο θανατερή, τόσο φριχτή. Το αίμα ήταν η ενσάρκωση κι η σφραγίδα του – το κόκκινο και απαίσιο αίμα. Δυνατοί πόνοι, ξαφνικές ζαλάδες, αιμορραγία, κι έπειτα ο θάνατος. Οι κόκκινες βούλες πάνω στο κορμί, και ειδικά στο πρόσωπο του θύματος, σήμαιναν την αποκήρυξή του από τους συνανθρώπους του, τη στέρηση κάθε βοήθειας και συμπόνιας. Η εκδήλωση της αρρώστιας, η πρόοδός της και ο θάνατος ήταν ζήτημα μισής ώρας.
Αλλά ο πρίγκηπας Πρόσπερο ήταν ευτυχισμένος, ατρόμητος και συνετός. Όταν το κράτος του ερημώθηκε από τον μισό πληθυσμό, κάλεσε κοντά του χίλιους γερούς και ξένοιαστους ιππότες και κυρίες της αυλής του, και μαζί με όλους και όλες κλείστηκε σ’ έναν οχυρό του πύργο κι απομονώθηκε αυστηρά.
Όσοι έχουν καταφύγει όμως στον πύργο της εξοχής, προκειμένου να γλεντήσουν και να αποφύγουν το θάνατο, καταλήγουν να βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σε έναν νέο τόπο θανάτου, τον πύργο-έπαυλη που φαινομενικά θα τους κρατούσε προστατευμένους. Από την πρώτη στιγμή δηλώνεται ότι ο χορός και ο χώρος έχουν ως απώτερο σκοπό να «ξορκίσουν» το θανατικό που έρχεται. Ωστόσο, κανείς και τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει από την επιδημία. Έτσι, ο θάνατος βρίσκεται και αυτός καλεσμένος στο ξέφρενο αυτό γλέντι, έτοιμος να στερήσει τις ζωές των ανθρώπων που πίστεψαν ότι θα τον ξεγελάσουν με τη φυγή στην εξοχή. Τα δωμάτια, όπου πριν ήταν τόπος διασκέδασης, τρέπονται σε τόπο θανάτου.
Τα συμπτώματα του Κόκκινου Θανάτου, όπως περιγράφονται από τον Πόου, δεν συνάδουν με κάποια γνωστή ασθένεια. Συνδυάζουν, ωστόσο, συμπτώματα από αρκετές επιδημικές ασθένειες. Εικάζεται ότι η πιθανότερη έμπνευση για τον συγγραφέα υπήρξε η επιδημία ασιατικής χολέρας που έπληξε το Μέριλαντ της Βαλτιμόρης το 1831, της οποίας ο συγγραφέας υπήρξε μάρτυρας.
Μια άλλη εκδοχή εικάζει πως το ίδιο πιθανή έμπνευση ίσως να είναι η φυματίωση, ασθένεια που οδήγησε στον θάνατο τη σύζυγο του Πόου, Βιρτζίνια Ελίζα Κλεμ. Την εποχή που το διήγημα δημοσιεύεται, το 1842, η σύζυγός του ήδη ασθενεί και εκείνος ίσως αρνείται να πιστέψει την οριστικότητα της ασθένειας.
Η Επιδημία
Γιώργος Σουρής
(1881)
Η μονόπρακτη κωμωδία του Γιώργου Σουρή «Η Επιδημία» αφορμάται από την επιδημία κοιλιακού τύφου που πλήττει την Αθήνα το καλοκαίρι του 1881. Η Αθήνα των περίπου 90.000 κατοίκων βρίσκεται αντιμέτωπη με μια επιδημία κοιλιακού τύφου (τυφοειδούς πυρετού), η οποία τελικά την περίοδο 1881–1882 έχει συνολικά 4.000 κρούσματα και προκαλεί 240 θανάτους. Σε σχέση με την έκταση και την ένταση της επιδημίας αναπτύσσεται μια πολιτική αντιπαράθεση.
Ο Σουρής ονομάζει την κωμωδία του «κωμικόν παίγνιον εις πράξιν μίαν». Το μονόπρακτο αποτελείται από επτά σκηνές και περιλαμβάνει 4 πρόσωπα. Στο έργο του η επιδημία ποτέ δεν εμφανίζεται επί σκηνής. Οι ήρωες μπορεί να βρίσκονται σε ανησυχία, ωστόσο κυριαρχούν έντονα διάφορες δολοπλοκίες και επιλήψιμες συμπεριφορές των χαρακτήρων, όπως η αστική υπερβολή, η υποκρισία και η αισχροκέρδεια. Ουσιαστικά, ο τίτλος φαίνεται περισσότερο να αναφέρεται σε μια επιδημία ηθών, καθώς ο τύφος απλά πυροδοτεί τη δράση μέσα στο σπίτι του ήρωα. Κανένα από τα δρώντα πρόσωπα δεν νοσεί στ’ αλήθεια, η επιδημία αποτελεί απλά το κίνητρό τους για να πραγματοποιήσουν διάφορες ατομικές τους επιθυμίες.
Η ξένη του 1854
Εμμανουήλ Λυκούδης
(1893)
«Η ξένη του 1854» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1893 και αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά δείγματα της γραφής του Εμμανουήλ Λυκούδη.
Στο αφήγημα, που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, περιγράφεται με δραματικό τρόπο η εξάπλωση της επιδημίας χολέρας που έπληξε την Αθήνα κατά τα χρόνια του Κριμαϊκού Πολέμου. Μέσα από το διήγημα, φαίνεται η επιδημία χολέρας να συνδέεται –αν όχι να ταυτίζεται– με το ξένο στοιχείο που έχει επικρατήσει στις διοικητικές δομές του νεοσύστατου τότε Ελληνικού κράτους. Αρχικά, η προέλευση της επιδημίας κατά τον αφηγητή ήρθε είτε με μια γαλλική φρεγάτα μαζί με τον Μαυροκορδάτο, είτε με μια άλλη, η οποία ήταν φορτωμένη στρατό για την Κριμαία. Για την επιδημία φαίνεται να ενοχοποιούνται οι πολιτικές επιλογές των κυβερνώντων. Πιο συγκεκριμένα, στοχοποιείται η αβουλία που επιδεικνύουν οι Έλληνες γύρω από ζωτικές αποφάσεις περιμένοντας την Αγγλική έγκριση και εποπτεία, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση μιας επιδημίας.
Δυστυχισμένη θεοκατάρατη χρονιά. Ποιος θα λησμονήση τι κακά έσυρε μαζί της; Είναι κάτι χρόνοι, όπου τραβούν οπίσω τους τα βάσανα, τις συμφορές, αλυσίδα βαρειά, ατέλειωτη αλυσίδα που σέρνεται στα στήθια.
... Πώς μας ήρθε λοιπόν η θεοκατάρατη Ξένη; Πολλά λένε. Αλλά περισσότερο επιστεύθηκε πως μπήκε κρυφά επιβάτης και κρύφτηκε κάτω βαθειά, στο μπαλαούρο, μέσα σε μια καμαρωμένη φρεγάδα, χυτή, χαριτωμένη, που ήρχουνταν στον Πειραιά φορτωμένη στρατό για την Κριμαία.
Βαρδιάνος στα σπόρκα
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
(1893)
«Ο Βαρδιάνος στα σπόρκα» διηγείται την ιστορία της γρια-Σκεύως, που μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (μολυσμένα, επιχόλερα καράβια), προκειμένου να σώσει το γιο της. Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865
(ο Παπαδιαμάντης ήταν τότε δεκατεσσάρων χρονών και θυμάται ζωηρά τις λεπτομέρειες) και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβε τότε η ελληνική κυβέρνηση. Το διήγημα ωστόσο δεν αναδίδει οσμή θανάτου, όπως εύστοχα είχε επισημάνει και η "Ακρόπολις" (13.8.1893) που το φιλοξένησε:
"Πρόκειται περί χολερικών αναμνήσεων. Αλλά μακράν πας φόβος. Εις τον Βαρδιάνον δεν εκτυλίσσονται στυγναί και απαίσιαι εικόνες τόπων έρημουμένων υπό της χολέρας. Δεν προβάλλει εις την ιστορίαν αυτήν η απελπισία και το πένθος της χολέρας [...].
Ο Βαρδιάνος δεν είναι συρραφή απελπιστικών εικόνων, είναι διήγημα έχον μεν βάσιν χολερικάς αναμνήσεις, άλλ' εξεικονιζομένας υπό του τερπνού και εύθυμου καλάμου του συγγραφέως. Η φιλοσοφία του κ. Παπαδιαμάντη είναι εύθυμος, και αν που εις τον Βαρδιάνον εκτίθεται καμμία εικών λυπηρά, έπεται όμως αμέσως άλλη ευχάριστος, απολαυστική, γελαστή. Εν τω όλω του το νέον διήγημα θα κατάκτηση, είμεθα βέβαιοι, τους αναγνώστας του, και καθ' ας ημέρας δεν λείπει ό λόγος περί χολέρας, ο Βαρδιάνος θα αποτελέση εύθυμον αντίρροπον κατά του φόβου και της λύπης ην γεννά η ανάγνωσις των περί των προόδων της φοβεράς νόσου ειδήσεων".
Διαβάστε εδώ το αριστούργημα του Παπαδιαμάντη με θέμα τη χολέρα του 1865.
Η άρρωστη πολιτεία
Γαλάτεια Καζαντζάκη
(1914)
Η «Άρρωστη πολιτεία» είναι μια νουβέλα για τη Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών, πρωτοδημοσιευμένη το 1914 από τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη.
Η Γαλάτεια Καζαντζάκη ήταν η πρώτη στην ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα που ανέδειξε το θέμα της λέπρας, μέσα από μια ερωτική ιστορία.
Η πλοκή στην «Άρρωστη πολιτεία» ακολουθεί τα αντικρουόμενα συναισθήματα και τις σκέψεις που γεννούν στην ηρωίδα τόσο η αρρώστια και ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο νησί των λεπρών, όσο και ο έρωτας που γνωρίζει στο πρόσωπο ενός δασκάλου. Η πρωταγωνίστρια, μια υπερήφανη κοπέλα, διχάζεται ανάμεσα στην απελπισία, στη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει σωτηρία και στη «χαρά του έρωτα» που συνάντησε αναπάντεχα στην «πολιτεία των λεπρών». Πρόκειται για μια σπουδή στην ψυχολογία του ανθρώπου, που χάνει ξαφνικά την ελευθερία του εξαιτίας μιας ανίατης αρρώστιας, αλλά και μια τοιχογραφία της φοβερής Σπιναλόγκας.
Διαβάστε εδώ την «Άρρωστη πολιτεία» της Γαλάτειας Καζαντζάκη.
Σπιναλόγκα
«Ad vitam»
Κορνάρος Θέμος
(1933)
Στις ανατολικές ακτές της Κρήτης, απέναντι από την καταπράσινη κοιλάδα του Μιραμπέλου, βρίσκεται ολομόναχο στο πέλαγος, βουλιαγμένο σε νεκρική σιγή, το νησί της Σπιναλόγκας. Εφτακόσια μέτρα μακριά από τους ανθρώπους και εκατομμύρια μέτρα μακριά από την ανθρωπιά. Με το ενετικό τείχος να το φυλακίζει τριγύρω, γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν οι λεπροί της Ελλάδας.
Ο Θέμος Κορνάρος είχε ζήσει ο ίδιος στο νησί και έδωσε ζωντανά και ρεαλιστικά την μακάβρια εικόνα της διαβίωσης των λεπρών. Περιγράφει τη ζωή των λεπρών στον ξερόβραχο, που βασανίζονται από την αρρώστια τους και από την απανθρωπιά του κράτους και των εκπροσώπων του. Προσπαθεί να δώσει τη φωτογραφία της Σπιναλόγκας. Η αφήγηση σκληρή, σε τρομάζει, μα αντιλαμβάνεσαι τον πόθο αυτών των ανθρώπων για ζωή.
...Γιατί οι λεπροί της Σπιναλόγκας είναι κάτι παραπάνω από ζωντανοί: Οι πραγματικοί εχτιμητές της αξίας της ανθρώπινης Ζωής». Όπως ο ήρωάς του ο γερο - Μιχάλης, ένα τέταρτο ανθρώπου: «Μπορείς παιδί μου να νιώθεις τη γλώσσα σου να σαλεύει κι ας είναι μόνο ίσαμε τα δόντια κι όχι πάρα όξω; Είσαι ευτυχής! Αμ, το να θυμάσαι και να σκέβεσαι; Τι είναι όλ' αυτά; Βλέπεις ομορφιές; Βλέπεις Ζωή;...». Γι' αυτό και ο Κορνάρος πετάει το βιβλίο «με οργή κατάμουτρα στον άνθρωπο που στέκεται στον γκρεμό της Ακρόπολης και βρίζει τη ζωή, με τα λόγια: ''Βαρέθηκα τη ζωή''.
Γη και νερό
Γουλιέλμος Α. Άμποτ
(1936)
Ο Γουλιέλμος Άμποτ με το μυθιστόρημά του «Γη και νερό» κατέγραψε την εσωτερική ηρωική εποποιία των χανσενικών της Σπιναλόγκας, τον έρωτα ελευθερίας, τη δίψα για ζωή, την εξέγερση εναντίον της μοίρας, τον απελπισμένο αλλά ανυποχώρητο αγώνα για ανθρωπιά, τη συνειδητή και ασυμβίβαστη πάλη εναντίον κάθε είδους καταδαμάζουσας, τυραννικής, αυταρχικής εξουσίας.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Σπιναλόγκα, το νησάκι στα βορειοανατολικά της Κρήτης, όπου από τις αρχές του αιώνα εξόριζαν τους λεπρούς. Ήρωές του είναι οι άρρωστοι που έζησαν στον Μεσοπόλεμο μέσα στα χαλάσματα του ενετικού φρουρίου σε συνθήκες απίστευτης αθλιότητας. Και η πλοκή του στηρίζεται στην απόφαση ορισμένων εγκλείστων να δραπετεύσουν. Μισογκρεμισμένα κτίσματα, στενά κελιά, κεριά που τρεμοσβήνουν, σάρκες μισοφαγωμένες από την καταστροφική αρρώστια. Ο Γ. Ν. Άμποτ χρησιμοποιεί το μακάβριο αυτό περιβάλλον ως συμβολικό τόπο για να αποδώσει μυστικά σκιρτήματα της ανθρώπινης ψυχής. Οργανωμένοι όπως σε κάθε κοινωνία, οι άνθρωποι της κακορίζικης αυτής πολιτείας εργάζονται, διασκεδάζουν, τσακώνονται, χαίρονται, παντρεύονται, κάνουν παιδιά και συγχρόνως βιώνουν μια εντονότατη εσωτερική ζωή, καθώς διακατέχονται από βιαιότατα συναισθήματα, όπως το πάθος της συνωμοσίας, ο φανατισμός της απόλυτης αυτοθυσίας, ο ύπουλος πειρασμός της προδοσίας ή η απελπισία του ολοκληρωτικού κενού.
Οι συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα σε αυτή την περιχαρακωμένη κοινωνία, όπου οι αποδράσεις συνεχώς αποτυγχάνουν, αφορούν ζητήματα που ταλανίζουν ολόκληρο τον τόπο: το πρόβλημα του έθνους, την πορεία της φυλής, το δίκαιο και το άδικο, το καλό και το κακό.
Η πανούκλα
Αλμπέρ Καμύ
(1947)
Η ιστορία που ο Καμύ άρχισε να γράφει το 1941 και εκδόθηκε τελικά το 1947 είναι λίγο πολύ γνωστή, δεδομένου ότι «Η Πανούκλα» συχνά μνημονεύεται ως ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα της μεταπολεμικής Ευρώπης: ένας ιός, που μεταδίδεται ανεξέλεγκτα από τα ζώα στους ανθρώπους, καταλήγει να αποδεκατίσει τον μισό πληθυσμό του Οράν, μιας «συνηθισμένης πόλης» στις ακτές της Αλγερίας. Αρχικά επικρατεί μια «περίεργη κανονικότητα», οι άνθρωποι συνεχίζουν να πηγαίνουν στις δουλειές τους και να ζουν τις ζωές τους. Καθώς, ωστόσο, περιφέρεται στους δρόμους της πόλης, ο αφηγητής της μακάβριας ιστορίας, γιατρός Ριέ, πέφτει διαρκώς πάνω σε νεκρά ποντίκια και σύντομα η πόλη βρίσκεται στο έλεος μιας επιδημίας που σπέρνει τον πανικό και τον τρόμο, θερίζοντας ζωές.
Για να γράψει το βιβλίο του ο Καμύ δεν βασίστηκε μόνο στη φαντασία του αλλά μελέτησε και την ιστορία των επιδημιών. Διάβασε για τον Μαύρο Θάνατο που σκότωσε περί τα 50 εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη του 14ου αιώνα, για την Ιταλική Πανώλη του 1630, που σκότωσε 280.000 ανθρώπους στη Λομβαρδία και στο Βένετο, για την πανούκλα που έπληξε το Λονδίνο το 1665, για τις επιδημίες που ερήμωσαν ολόκληρες πόλεις στις ανατολικές ακτές της Κίνας τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Αλλά γράφοντάς το τελικά δεν είχε στο μυαλό του κάποια συγκεκριμένη επιδημία ούτε αναφερόταν μεταφορικά, όπως έχει υποστηριχθεί, στην κατοχή της Γαλλίας από τη ναζιστική Γερμανία. Υποστηρίζεται ότι εστίασε στις επιδημίες, στις πανούκλες και στους λοιμούς που έπληξαν κατά το παρελθόν την ανθρωπότητα, γιατί πίστευε πως τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα που αποκαλούμε επιδημίες αποτελούν απλά εκφράσεις μιας καθολικής συνθήκης, δραματικές στιγμές ενός προαιώνιου νόμου, που ορίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ευάλωτοι στο να αφανιστούμε τυχαία και ανά πάσα στιγμή, από έναν ιό, από ένα δυστύχημα ή τις ενέργειες ενός συνανθρώπου μας.
...Κι ακούγοντας τις φωνές της χαράς που ανέβαιναν πάνω απ’ την πόλη, ο Ριέ θυμήθηκε πως αυτή η χαρά δεν είναι ποτέ ανέφελη. Γιατί ο Ριέ γνώριζε κάτι που το αγνοούσε το χαρούμενο πλήθος, κι ας μπορεί κανείς να το βρει στα βιβλία, πως ο βάκιλλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε χάνεται ποτέ, πως μπορεί να μείνει δεκάδες χρόνια ναρκωμένος στα έπιπλα και στα ρούχα, περιμένοντας υπομονετικά μέσα στα δωμάτια, τα υπόγεια, τα σεντούκια, τα μαντίλια, τα χαρτιά, και πως θα ’ρχόταν ίσως μια μέρα που η πανούκλα, για να βασανίσει ή για να διδάξει τους ανθρώπους, θα ξυπνούσε και πάλι τα ποντίκια της και θα τα ’στελνε να ψοφήσουν μέσα σε μια ευτυχισμένη πόλη.
Νύχτες πανούκλας
Ορχάν Παμούκ
(1952)
Άνοιξη του 1901, στο –φανταστικό– νησί Μίνγκερ, µεταξύ Κρήτης και Κύπρου. Στο νησί ξεσπά επιδηµία πανούκλας και επιβάλλεται καραντίνα. Για να αναχαιτιστεί η επιδηµία, ο σουλτάνος Αµπντουλχαµίτ Β΄ στέλνει στο Μίνγκερ τον αρχιεπιθεωρητή υγείας Μπονκόφσκι πασά, σύντοµα όµως εκείνος δολοφονείται. Ο σουλτάνος αναθέτει τότε στον νεαρό γιατρό Νουρί το καθήκον να αναλάβει δράση. Αλλά το κακό έχει ριζώσει, η πανούκλα εξαπλώνεται ταχύτατα παρά τα αυστηρά µέτρα, δηµιουργώντας επιπλέον εντάσεις ανάµεσα στους µουσουλµάνους και στους χριστιανούς κατοίκους του νησιού. Η ανικανότητα της τοπικής διοίκησης και η άρνηση του λαού να σεβαστεί τις απαγορεύσεις καταδικάζουν το εγχείρηµα σε αποτυχία, ενώ κυριαρχούν ο παραλογισµός του φόβου, οι ίντριγκες και οι εθνικιστικές προκαταλήψεις.
Αντιµέτωπος µε τον κίνδυνο της ανεξέλεγκτης εξάπλωσης της επιδηµίας, ο σουλτάνος υποκύπτει στις διεθνείς πιέσεις και αποφασίζει τον αποκλεισµό του νησιού. Οι κάτοικοι του Μίνγκερ πρέπει πια να βρουν µόνοι τους τρόπο να νικήσουν την πανούκλα.
Ο Λοιμός
Αντρέας Φραγκιάς
(1972)
Το μυθιστόρημα του Αντρέα Φραγκιά «Ο Λοιμός», που πρωτοεκδόθηκε το 1972, χαρακτηρίστηκε ως μία από τις ευτυχείς στιγμές της μεταπολεμικής πεζογραφίας και γι’ αυτό θεωρείται το σημαντικότερο έργο του Αντρέα Φραγκιά, χάρη στην απλή γλώσσα και την εκφραστική του λιτότητα, αναδεικνύοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην απρόσωπη εξουσία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
«Ο Λοιμός» τοποθετείται σε αδιευκρίνιστο χώρο και χρόνο και διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κρατουμένων, κάπου σε ένα νησί. Ο αναγνώστης εισέρχεται σε έναν εφιαλτικό κόσμο και παρακολουθεί μία άκρως παράλογη καθημερινότητα, γεμάτη από σκληρά και ευφάνταστα βασανιστήρια, τα οποία αφαιρούν ανεπιστρεπτί από τους έγκλειστους κάθε ίχνος αξιοπρέπειας.
Εκείνο το καλοκαίρι, ο αέρας κόπασε για λίγο κι έπεσαν στον τόπο σύννεφο οι μύγες. Τσιμπούσαν τα μάτια, σούβλιζαν το πετσί, βούιζαν στη βαριά ζέστη κι άλλοτε σηκωνόταν ένας μαύρος γυαλιστερός κουρνιαχτός προς τη μεριά των αφοδευτηρίων. Παχιές, καλοθρεμμένες, καλοκαιριάτικες μύγες. Χρύσιζαν στον ήλιο, πάνω στους τοίχους και στα κατάλευκα ασβεστωμένα πεζούλια. Αλλά κι αυτές τις συνηθίζεις, λες και είναι ένα στοιχείο του τόπου, όπως ο άνεμος, τα βράχια, η ζέστη. Κανείς δεν τους έδωσε τότε σημασία. Όταν σ' ενοχλούσαν τις έδιωχνες με μια κίνηση από τα μούτρα σου και τελείωνες. Ένα μεσημέρι, όμως, τα μεγάφωνα σάλπισαν προσοχή, οι άσπρες μπλούζες σφύριζαν κι αλώνιζαν τον τόπο κι ερευνούσαν τους τάφους να μη μείνει κανείς μέσα. Όλα έδειχναν πως κάτι σοβαρό θ' ανακοινωθεί. Καθετί, όμως, εδώ λέγεται πολύ σοβαρά κι έτσι, πάλι, κανείς δεν έδωσε σημασία. Καινούρια σφυρίγματα, προσταγές, θούρια και παιάνες για ν' αναγγελθεί η απόφαση:
«Μπροστά στο φοβερό κίνδυνο που διατρέχουμε —για την υγεία, την καλή διαβίωση και τον πολιτισμό— πρέπει ν' αντιμετωπίσουμε τη φοβερή επίθεση, να εξοντώσουμε το μίασμα και ν' απαλλάξουμε τον τόπο από την απειλή! Στον αγώνα αυτόν θα μετρηθεί η συμβολή εκάστου και θα αποκαλυφθούν οι αδιάφοροι. Πρέπει να εξοντώσουμε τις μύγες! Προς τούτο, έκαστος υποχρεούται, ως ελάχιστον αντίτιμο, για ν' απολαμβάνει τα αγαθά του τόπου, να παραδίδει τουλάχιστον είκοσι μύγες την ημέρα. Οι απρόθυμοι θα υποστούν βαρύτατες κυρώσεις».
Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά, για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία. Όποιος δε φέρει το βράδυ τις είκοσι μύγες, μαύρη του μοίρα. «Θα τις συλλάβετε χωρίς να χαλαρωθεί, βεβαίως, στο ελάχιστο ο ρυθμός των άλλων εργασιών». Κι όταν εδώ λέμε πρέπει, σημαίνει «πρέπει».
Ένας ειδικός ομιλητής εξήγησε σ' επίσημη συγκέντρωση, για τη μεγάλη σταυροφορία που θα φέρει στον τόπο την κάθαρση και την εξυγίανση. Τόνισε το βαθύτερο νόημα της ευγενικής αυτής προσπάθειας, την αέναη πάλη με τις δυνάμεις του κακού, μίλησε για τους φορείς των ζωικών και των ηθικών μολύνσεων, για την λυτρωτική διαδικασία και την κάθαρση, για τις συμβολικές προεκτάσεις ενός τέτοιου χρέους.
Μετά τις πρώτες φράσεις, κανείς πια δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Η φωνή του παλλόταν από συγκίνηση, καθώς μιλούσε για την «ηθική ανάπλαση, για τον εξαγνισμό των ψυχών από τις συντριπτικές αμαρτίες που βαραίνουν τις συνειδήσεις», και για την ανάγκη της καθημερινής εξιλαστήριας προσφοράς, «ώστε ύστερα από αρκετούς αιώνες δοκιμασίας να είναι δυνατόν μερικοί άξιοι...»
Μίλησε, πραγματικά, με μεγάλη έξαρση και ανάταση, λίγο ακόμα και θ' αποκτούσε κι αυτός φτερά να πετάξει...
Στίβεν Κινγκ
(1978)
«Το κοράκι» αποτελεί το αποκαλυπτικό όραμα του Κινγκ για έναν κόσμο που έχει πληγεί από μια θανατηφόρα επιδημία και είναι έρμαιο της αέναης μάχης μεταξύ καλού και κακού.
Ένας άντρας το σκάει από κάποιο στρατιωτικό εργαστήριο βιολογικών δοκιμών και μεταδίδει ένα μεταλλαγμένο στέλεχος της γρίπης, το οποίο αφανίζει το 99% της ανθρωπότητας μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων. Όσοι επιζούν είναι τρομαγμένοι και σαστισμένοι, και έχουν ανάγκη από έναν ηγέτη. Εμφανίζονται δύο υποψήφιοι - η Μάμα Άμπιγκεϊλ, μια καλοσυνάτη γυναίκα 108 ετών που τους προτρέπει να δημιουργήσουν μια κοινότητα στο Μπόλντερ του Κολοράντο, και ο Ράνταλ Φλαγκ, ο μοχθηρός "σκοτεινός άντρας" που αναζητά το χάος και τη βία.
Δημιουργούνται δύο θύλακες γύρω από χαρισματικούς ηγέτες και χωρίζονται χονδρικά σε «καλούς» και «κακούς» και που τελικά οδηγούνται στη σύγκρουση. Στη μάχη των δύο για την εξουσία, οι επιζώντες καλούνται να επιλέξουν τον κατάλληλο ηγέτη - και, τελικά, να καθορίσουν τη μοίρα της ανθρωπότητας.
Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
(1985)
Το μυθιστόρημα «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» παρακολουθεί την τραγική ιστορία αγάπης ανάμεσα στον νεαρό Φλορεντίνο Αρίσα και στη συνομήλική του, Φερμίνα Δάσα, η οποία και διακόπτεται απότομα από τη σφοδρή αντίδραση του πατέρα της.
Ο Φλορεντίνο θα παραμείνει συναισθηματικά ανάπηρος σχεδόν για όλη του τη ζωή, μη μπορώντας να την ξεχάσει, ενώ αντιθέτως η Φερμίνα υποκύπτει στα θέλγητρα ενός γοητευτικού και έμπειρου γιατρού, φτιάχνει οικογένεια και εκλογικεύει την απώλεια του πρώτου άντρα στη ζωή της.
Με φόντο τις ακτές της Καραϊβικής και δαμόκλειο σπάθη την τρομερή αρρώστια της εποχής, τη χολέρα, οι δύο πρωταγωνιστές επιζούν σαν να είναι απρόσβλητοι από την επιδημία, λόγω της δύναμης με την οποία ερωτεύτηκαν και θα συναντηθούν μόνον όταν ο σύζυγος της Φερμίνα πεθάνει και το πεδίο για τον Φλορεντίνο είναι και πάλι ελεύθερο.
...Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά από πικραμύγδαλα του θύμιζε άτυχους έρωτες. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο την ένιωσε από τη στιγμή που μπήκε μες στο σκοτεινό ακόμα σπίτι, όπου είχε τρέξει βιαστικά για ν’ ασχοληθεί με μια περίπτωση που από χρόνια είχε πάψει να είναι επείγουσα. Ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, πρόσφυγας από τις Αντίλλες, ανάπηρος από τον πόλεμο, φωτογράφος για παιδιά κι ο πιο πονετικός του αντίπαλος στο σκάκι, είχε ξεφύγει μια για πάντα από τα βασανιστήρια της μνήμης, με αναθυμιάσεις από υδροκυανιούχο χρυσό.
Βρήκε το πτώμα σκεπασμένο με μια κουβέρτα, στο ράντσο που κοιμόταν πάντα, κοντά σ’ ένα σκαμνί με μια μικρή λεκάνη που ο νεκρός είχε μεταχειριστεί για να εξατμίσει το δηλητήριο. Στο πάτωμα, δεμένο στο πόδι του ράντσου, βρισκόταν το ξαπλωμένο σώμα ενός μεγάλου μαύρου δανέζικου σκύλου με χιονάτο στήθος κι από κοντά οι πατερίτσες. Το δωμάτιο, που χρησίμευε για κρεβατοκάμαρα και εργαστήριο ταυτόχρονα, πνιγηρό και στενάχωρο, μόλις είχε αρχίσει να φωτίζεται από τη λάμψη της αυγής μέσα από τ’ ανοιχτό παράθυρο, αλλά το φως ήταν αρκετό για ν’ αναγνωρίσει την εξουσία του θανάτου...
Ο γέροντας με τους χαρταϊτούς
Γιάννης Ρίτσος
(1986)
«Ο γέροντας με τους χαρταϊτούς» είναι ένα από τα εννέα πεζογραφήματα του Γιάννη Ρίτσου, που αποτελούν έναν κύκλο και συγκεντρώνονται σε μια σειρά με τον τίτλο «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων». Τα πεζογράφημα γράφτηκε το 1984 και εκδόθηκε το 1986.Στο συγκεκριμένο πεζογράφημα, ο συγγραφέας αφηγείται στιγμές της ζωής του, από την παιδική του ηλικία, την περίοδο που νοσούσε από φυματίωση και νοσηλευόταν στο σανατόριο «Η Σωτηρία» και ολοκληρώνεται στο παρόν.
Στο πεζογράφημα, ο Ρίτσος περιγράφει την επιδημιολογία της φυματίωσης κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο σανατόριο:
«Όταν στα δεκαεφτά μου μπήκα στη «Σωτηρία», κάθε πρωί, στον περίπατό μου, περνούσα από το Νεκροθάλαμο, έμπαινα μέσα, παραμέριζα τις τσουβαλένιες κουρτίνες και κοίταζα τους πεθαμένους...». «Τόσους πολλούς πεθαμένους είδα μονάχα… στο Νεκροθάλαμο της «Σωτηρίας».
Από την βιογραφία του συγγραφέα γνωρίζουμε, ότι νοσηλεύτηκε ως φυματικός στο σανατόριο της «Σωτηρίας» από το 1927 μέχρι το 1930.
Περί τυφλότητος
Ζοζέ Σαραμάγκου
(1995)
Σε μία πόλη, σε μία χώρα που δεν προσδιορίζεται, ίσως λόγω της επιθυμίας του συγγραφέα να ανάγει την ιστορία σε ένα πιο συλλογικό και καθολικό πλαίσιο, ξαφνικά ένας άνθρωπος τυφλώνεται. Η τυφλότητα αυτή δεν είναι μαύρη, όπως τη βιώνει ένας βιολογικά τυφλός, αλλά λευκή. Τα περιστατικά της αιφνίδιας αυτής τύφλωσης κλιμακώνονται αναγκάζοντας την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τον ιό ως μεταδοτικό και να βάλει σε καραντίνα τους τυφλούς σε ένα εγκαταλελειμμένο φρενοκομείο.
Τα συνεχώς αυξανόμενα και αυστηρά περιοριστικά μέτρα και η κακομεταχείριση των τυφλών καθιστά τη ζωή τους έναν συνεχή αγώνα για επιβίωση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οι ηθικές αξίες καταπατούνται, οι σεξουαλικές ορμές παύουν να τιθασεύονται, η αναζήτηση τροφής ανάγεται σε αυτοσκοπό, οδηγώντας τους ανθρώπους ακόμη και στη δολοφονία. Ο άνθρωπος παρουσιάζεται αποθηριωμένος, γυμνός από κάθε αρχή, κάθε όριο, κάθε ένδειξη ότι υπήρξε μέλος μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Η πλοκή κορυφώνεται όταν πλέον όλη η χώρα έχει χάσει το φως της, όλοι έχουν έρθει αντιμέτωποι με τη φρίκη, εκτός από μία γυναίκα, που γίνεται μητέρα όλων και τους σώζει από την απόλυτη εξαχρείωση. Οι άνθρωποι αναδιοργανώνουν την κοινωνία τους στη πιο πρωτόγονη μορφή της βάσει του δικαίου του ισχυρότερου, λησμονώντας τους νόμους και τα πολιτισμικά στοιχεία που άλλοτε αποτελούσαν τα θεμέλια της κοινωνίας.
Ο Σαραμάγκου κατάφερε να μας μεταφέρει την εικόνα ενός ανθρώπου, που τίποτα ανθρώπινο δεν έχει. Παρουσιάζει με συγκλονιστική γλαφυρότητα την τροπή που με μαθηματική ακρίβεια θα πάρουν τα πράγματα αν μία επιδημία οποιασδήποτε μορφής εξαπλωθεί σε όλη την ανθρωπότητα. Η υπόθεση του σίγουρα μπορεί να χαρακτηριστεί αλλόκοτη, παράξενη, φρικιαστική μα ταυτόχρονα εύστοχη και ιδιοφυής. Η κατάργηση του “φαίνεσθαι” οδηγεί τον άνθρωπο να δράσει οδηγούμενος από τα ένστικτά του, από την ανάγκη του να επιβιώσει. Όπως ακριβώς δρα κάποιος όταν κανείς στο κόσμο δεν έχει μάτια να τον δει. Και όταν η όραση επιστρέψει; Τότε τι από όλα αυτά που θα συμβούν στο σκοτάδι ισχύουν κάτω από το φως της ημέρας και μπροστά σε μάτια που βλέπουν;
Το νησί
Βικτόρια Χίσλοπ
(2005)
Σε μια κρίσιμη φάση της ζωής της, η Αλέξις, επιθυμώντας να μάθει την ιστορία της οικογένειάς της, επισκέπτεται την Κρήτη. Το μόνο που ξέρει ως τώρα είναι πως η μητέρα της έχει μεγαλώσει σ’ ένα μικρό χωριό εκεί, προτού εγκατασταθεί για πάντα στο Λονδίνο.
Το μόνο στοιχείο που διαθέτει για να ξετυλίξει το κουβάρι του παρελθόντος είναι ένα γράμμα που της δίνει η μητέρα της. Της υπόσχεται πως, αν το παραδώσει σε μια παλιά της φίλη, θα μάθει όλη την αλήθεια.
Απόσπασμα του βιβλίου μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Graffito
Παύλος Μάτεσις
(2009)
Aν παρουσιαστεί στη Bουλή αιφνίδια θανατηφόρα, μεταδοτική ασθένεια; Aν, για να εμποδίσει εξάπλωση του λοιμού, η Xωροφυλακή χτίσει πόρτες και παράθυρα της Bουλής, μεταφέρει συγγενείς των πολιτικών και δωρολήπτες στην πλατεία της και πραγματοποιήσει ολοκαύτωμα; Aν ορισμένα πτηνά από τη Bουλή, που θα ανέλθουν «ψηλά», μεταδώσουν το μίασμα σε ουράνια πλάσματα; Aν τα αγάλματα βγουν γαλήνια από τα μουσεία και ζητήσουν ένα ποτήρι νερό; Kαι εάν ο πολίτης θεάται και τα μετέπειτα έργα του λοιμού: την πρωτεύουσα μεταποιημένη σε επίπεδη, ανθηρή πεδιάδα, όπου οι κάτοικοι (πρώην 6 εκατομμύρια, τώρα 6 χιλιάδες) ευτυχούν πλέον, και όλα τα ανωτέρω τα δουν ως happy end και αποφασίσουν ότι: Bουλή, Nόμοι, Kράτος, τους είναι περιττά;
Προεπισκόπηση του βιβλίου εδώ.
Νέμεσις
Φίλιπ Ροθ
(2011)
Στην αποπνικτική ζέστη του Νιούαρκ μαίνεται μια τρομακτική επιδημία. Η αναπηρία, η παράλυση, η ισόβια καταδίκη στον πόνο, ακόμα και ο θάνατος απειλούν τα παιδιά του Νιου Τζέρζεϋ. Αυτό είναι το απροσδόκητο θέμα του σπαρακτικού βιβλίου του Φίλιπ Ροθ: μια επιδημία πολιομυελίτιδας που ξεσπάει το καλοκαίρι του 1944, λίγο πριν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και ο αντίκτυπός της σε μια μικρή και δεμένη κοινότητα του Νιούαρκ και στα παιδιά της.
Στο επίκεντρο βρίσκεται ο εύρωστος και ευσυνείδητος διευθυντής του υπαίθριου αθλητικού κέντρου της περιοχής, ο εικοσιτριάχρονος Μπάκυ Κάντορ: αθλητής του ακοντισμού και της άρσης βαρών, απόλυτα αφοσιωμένος στα καθήκοντά του και απογοητευμένος από τον εαυτό του επειδή, λόγω κακής όρασης, αδυνατεί να υπηρετήσει στον στρατό και να συμμετάσχει στον πόλεμο πλάι στους φίλους και συνομηλίκους του, είναι η ψυχή του κέντρου και το στήριγμα των παιδιών. Εστιάζοντας στα διλήμματα και στις καθημερινές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο Κάντορ, καθώς η πολιομυελίτιδα αρχίζει να ερημώνει τους χώρους των αθλοπαιδιών, ο Ροθ αποτυπώνει όλα τα συναισθήματα που γεννά ένας λοιμός: φόβο, πανικό, οργή, σάστισμα, αγωνία, πόνο. Παρακολουθώντας τον ήρωά του στους καυτούς, δύσοσμους δρόμους του πολιορκημένου Νιούαρκ και στο Ίντιαν Χιλ, μια παρθένα καλοκαιρινή κατασκήνωση στα βουνά, με αέρα καθαρό, "αποκαθαρμένο από οτιδήποτε μολυσματικό", ο Ροθ σκιαγραφεί έναν αξιοπρεπή και δραστήριο άνθρωπο με τις καλύτερες των προθέσεων, και τον προσωπικό του πόλεμο ενάντια στην επιδημία. Με ακρίβεια και τρυφερότητα καταγράφει τη διαδρομή του Κάντορ προς την προσωπική του καταστροφή αλλά και τον ιδιαίτερο κόσμο της παιδικής ηλικίας. Την ιστορία στοιχειώνει το ζοφερό ερώτημα που πραγματεύονται και οι τέσσερις τελευταίες νουβέλες του Ροθ: ποιες επιλογές διαμορφώνουν μοιραία τη ζωή; Πόσο αδύναμοι είμαστε όλοι μας μπροστά στη δύναμη των περιστάσεων;
Χρήσιμες πηγές για άντληση κειμενικών αναπαραστάσεων πανδημικών φαινομένων:
-
Οδυσσέας Γκιλής. Λογοτεχνία και Λοιμώδεις νόσοι. Πανώλη, Χολέρα, Λέπρα, Ψώρα, Φυματίωση. Ανθολόγηση αποσπασμάτων από εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία Ελληνικά και ξένα. Θεσσαλονίκη 2020. Για να μεταβείτε στο αρχείο πατήστε εδώ.
-
Παλιοτζήκα Ευσταθία. Η θεματική της επιδημίας σε έργα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Θεσσαλονίκη 2019. Για να μεταβείτε στο αρχείο πατήστε εδώ.
-
Ευριπίδης Γαραντούδης. «Ποίηση και επιδημίες. Ο ποιητής, ο “Ιησούς του ήλιου”», Η εφημερίδα των συντακτών, «Ανοιχτό βιβλίο», 25-26 Απριλίου 2020, σ. 31-32. Για να μεταβείτε στο αρχείο πατήστε εδώ.
-
Αικατερίνη Καζάνα. Φυματίωση: Η αρρώστια του «μεταμορφωμένου έρωτα. Λάρισα, 2015. Για να μεταβείτε στο αρχείο πατήστε εδώ.