

Αριθμός επισκέψεων
Κειμεικές αναπαραστάσεις
Λογοτεχνία
Το θέμα των επιδημιών απαντάται διαχρονικά σε διάφορα γραμματειακά είδη,
γεγονός που οφείλεται στο ότι οι ασθένειες αποτελούν αναφαίρετο κομμάτι
της ανθρώπινης ζωής. Από ιούς κατασκευασμένους σε εργαστήρια που το «έσκασαν» έως την μαύρη πανώλη που αφάνιζε ολόκληρες πόλεις τον Μεσαίωνα, οι επιδημίες τροφοδοτούσαν πάντα την φαντασία των συγγραφέων και κατείχαν πρωταγωνιστικό ρόλο, ιδίως στην πεζογραφία, λόγω του υψηλού συμβολισμού τους.
Η λογοτεχνία έχει διασώσει πολλές µαρτυρίες για τις επιπτώσεις των επιδηµιών στους ανθρώπους. Ιστορικά, η πρώτη αναφορά του θέματος ξεκινά με τον Όμηρο (ραψωδία Α, Ιλιάδα), που αφηγείται τον λοιμό που στέλνει ο Απόλλωνας στα στρατεύματα των Αχαιών για να τιμωρήσει την ύβρη του Αγαμέμνονα.
Οι επιδηµίες, είτε αυτές αναφέρονται σε πραγµατικές καταστάσεις είτε χρησιµοποιούν το θέµα σε µεταφορικό ή αλληγορικό πλαίσιο, τόσο στην ξένη όσο και στην ελληνική λογοτεχνία, έχουν να επιδείξουν μια σειρά από αξιόλογα πεζά, θεατρικά και ποιητικά κείμενα, καταλαμβάνοντας ως θέμα κεντρική θέση.
Ιλιάδα
Όμημος,
(8ος αιώνας π.Χ.)
Ο λοιμός που αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου (ραψωδία Α) έχει σαν αιτία την οργή του θεού Απόλλωνα εναντίον των Αχαιών, γιατί ο Αγαμέμνονας δεν επέστρεψε στον πατέρα της Χρύση, ιερέα του Απόλλωνα, την κόρη του Χρυσηίδα, που την κρατούσε ο ίδιος αιχμάλωτη σαν λάφυρο, παρά τις ικεσίες του Χρύση. Η αρρώστια στην ομηρική περίοδο είναι θεόσταλτη και έχει συγκεκριμένη αιτία: την ασέβεια του βασιλιά Αγαμέμνονα και την αλαζονική του συμπεριφορά απέναντι στον ιερέα του Απόλλωνα. Ο λοιμός έρχεται να ενσκήψει στο στρατόπεδο των Αχαιών για να αποκαταστήσει την ηθική τάξη, η οποία είχε διασαλευτεί σύμφωνα με τις αντιλήψεις και τον αξιακό κώδικα της ομηρικής κοινωνίας.
Τη μάνητα, θεά, τραγούδα μας του ξακουστού Αχιλλέα,
ανάθεμά τη, πίκρες που 'δωκε στους Αχαιούς περίσσιες
και πλήθος αντρειωμένες έστειλε ψυχές στον Άδη κάτω
παλικαριών, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους
και στα όρνια ολούθε —έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας—
απ᾿ τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους,
του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας.
Ποιος τάχα απ᾿ τους θεούς τους έσπρωξε να μπούνε σ᾿ έτοια αμάχη;
Του Δία και της Λητώς τους έσπρωξεν ο γιος, που με το ρήγα
χολιάζοντας κακιά εξεσήκωσεν αρρώστια και πέθαιναν
στρατός πολύς᾿ τι δε σεβάστηκεν ο γιος του Ατρέα το Χρύση,
του θεού το λειτουργό·
…Είπε, και την ευκή του επάκουσεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος,
κι απ᾿ την κορφή του Ολύμπου εχύθηκε θυμό γεμάτος, κι είχε
δοξάρι και κλειστό στις πλάτες του περάσει σαϊτολόγο'
κι αντιβροντούσαν οι σαγίτες του στις πλάτες, μανιασμένος
καθώς τραβούσε· και κατέβαινε σαν τη νυχτιά τη μαύρη.
Κάθισε αλάργα απ᾿ τα πλεούμενα κι ευτύς σαγίτα ρίχνει,
και το ασημένιο του αντιδόνησε τρομαχτικά δοξάρι.
Τις μούλες πρώτα πρώτα δόξευε και τους γοργούς τους σκύλους,
μετά τις μυτερές του ρίχνοντας σαγίτες τους ανθρώπους
σαγίτευε᾿ κι άναβαν άπαυτα για τους νεκρούς οι φλόγες.
Μέρες εννιά απολιόταν πάνω τους το θείο σαγιτοβόλι,
κι απά στις δέκα πια τη σύναξη συγκάλεσε ο Αχιλλέας'
η Ήρα, η θεά η κρουσταλλοβράχιονη, τον είχε λέω φωτίσει,
περίσσια που γνοιαζόταν, βλέποντας οι Αργίτες να πεθαίνουν.
Κι εκείνοι τότε αφού μαζώχτηκαν κι όλοι μαζί βρέθηκαν,
πήρε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος κι ορθός μιλούσε ομπρός τους:
«Ατρείδη, τώρα θα γυρίσουμε λέω στην πατρίδα πίσω
με άδεια τα χέρια, αν ξεγλιτώσουμε μονάχα από το Χάρο,
καθώς η λοιμική κι ο πόλεμος μαζί μας ξεκληρίζουν...
Πηγή: http://users.uoa.gr
Οιδίπους τύραννος
Σοφοκλής.
Η χρονολογία συγγραφής του έργου θεωρείται άγνωστη. Εικάζεται ότι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 428 π.Χ.
Στην αρχαία τραγωδία «Οιδίπους τύραννος» του Σοφοκλή, στο προοίμιο (στιχ. 22-30) περιγράφεται ο λοιμός των Θηβών. Στην πόλη της Θήβας, σύμφωνα με τον μύθο, μόλις ανέβηκε στο θρόνο ο νέος βασιλιάς Οιδίποδας έπεσε λοιμός,
που είχε συνέπειες τόσο στους ανθρώπους, με πολύ μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, όσο και στη φύση, με καταστροφή της καρποφορίας της γης και θανάτους ζώων. Η κατάσταση στη Θήβα ήταν απελπιστική, γι’ αυτό οι γεροντότεροι προσέτρεξαν στο νέο βασιλιά, ικετεύοντάς τον να δώσει λύση.
Η λύση ήταν να ζητήσει η πόλη χρησμό από το μαντείο των Δελφών ώστε να φανερώσει ο θεός την αιτία του κακού, πράγμα που ο Οιδίποδας ήδη είχε κάνει.
Την απάντηση έφερε στην πόλη ο Κρέοντας, επίσημος απεσταλμένος στο μαντείο, και ήταν καταλυτική: αιτία του λοιμού ήταν η παρουσία ανάμεσά τους ενός μιαρού ανθρώπου, ο οποίος έπρεπε να εξολοθρευθεί.
...........................................η πόλις
βλέπεις πώς συνταράζεται και να σηκώση
κεφάλι από τον κόκκινο των βυθών σάλον
δεν ημπορεί· και φθείρονται οι βλαστοί της μάνας
γης και ψοφούν ανάριθμα βωδιών κοπάδια
και πεθαμένα τα παιδιά γεννοβολούνε
οι μανάδες. Ο ολέθριος θεός στην πόλιν
έστειλε κακορρίζικην αρρώστειαν, έτσι
αδειάζει η Θήβα από ζωές πολλές ανθρώπων
και ο μαύρος Άδης στεναγμούς και γόους γεμίζει.
Έργα και Ημέραι
Ησίοδος
(8ος αιώνας π.Χ.)

Στο «Έργα και Ημέραι», ένα από τα πιο γνωστά διδακτικά επικά ποιήματα του Ησιόδου, ο λοιμός πέφτει ως θεϊκή τιμωρία από τον Δία στους ανθρώπους, όταν δεν είναι δίκαιοι αλλά υποπίπτουν σε αθλιότητες και κακές πράξεις.
...Μα όσοι απονέμουν κρίσεις δίκαιες στους ξένους και τους ντόπιους
κι από του δίκαιου την οδό δεν παρεκβαίνουν,
ακμάζει η πόλη τους κι ανθεί ο λαός σε τούτη.
Ειρήνη που τα νιάτα τρέφει έχουν στη γη τους κι ούτε ποτέ
ο Δίας που μακριά ηχεί πόλεμο σκληρό γι᾽ αυτούς ορίζει.
Ούτε ο λοιμός σ᾽ ανθρώπους έρχεται που δίκαια κρίνουν
ούτ᾽ η καταστροφή, μα νέμονται στις ευωχίες τούς καρπούς απ᾽ τα χωράφια που φροντίζουν.
Βιος πολύ σε τούτους φέρνει η γη και στα βουνά η βελανιδιά
φέρνει στην άκρη των κλαδιών τα βελανίδια, στη μέση τα μελίσσια.
Και τα πυκνότριχα αρνιά απ᾽ το μαλλί βαραίνουν,
γεννάν παιδιά οι γυναίκες τους που μοιάζουν στους γονείς τους.
Ευδαιμονούν με τα αγαθά τους αδιάκοπα. Σε πλοία επάνω
δεν ταξιδεύουν, μα η σιτοδότρα γη καρπό τούς δίνει.
Σ᾽ εκείνους όμως που τους νοιάζει η αδικία η κακή και τ᾽ άθλια έργα
ορίζει τιμωρία ο Δίας που μακριά ηχεί, ο γιος του Κρόνου.
Πολλές φορές από έναν άνθρωπο κακό μια πόλη στο σύνολό της υποφέρει,
αν αμαρτάνει αυτός και μηχανεύεται ανόσια έργα.
Σ᾽ αυτούς μεγάλη συμφορά απ᾽ τον ουρανό στέλνει ο γιος του Κρόνου,
λιμό συνάμα και λοιμό, κι οι άνθρωποι αφανίζονται.
Ούτε οι γυναίκες τους γεννάν, μικραίνουν οι οικογένειες
μ᾽ απόφαση του Ολύμπιου Δία. Κι άλλοτε πάλι
μεγάλη τους στρατιά αφανίζει ο γιος του Κρόνου ή τείχος
ή πλοία τους στη θάλασσα εκδικείται.
Το Δεκαήμερον
Τζιοβάνι Μποκκάτσιο
(Ιωάννης Βοκάκιος)
(1348-1353)
«Το Δεκαήμερον» είναι μια συλλογή εκατό ιστοριών, τις οποίες αφηγούνται μια ομάδα νέων, επτά γυναίκες και τρεις άνδρες, που βρίσκουν καταφύγιο σ’ έναν πύργο κοντά στη Φλωρεντία ώστε να γλυτώσουν από τον Μαύρο Θάνατο (πανώλη) που μαστίζει την πόλη. Οι ιστορίες κυμαίνονται από ερωτικές μέχρι τραγικές.
Πέρα από την λογοτεχνική του αξία και την ευρεία επιρροή που άσκησε, «Το Δεκαήμερον» αποτελεί παράλληλα καταγραφή της ζωής της εποχής. Είναι γραμμένο στην καθομιλουμένη φλωρεντινή γλώσσα και θεωρείται αριστούργημα του κλασικού πρώιμου ιταλικού πεζού λόγου.
Το θανατικό της Ρόδου
Εμμανουήλ Λιμενίτης
(1498)

Το «Θανατικόν της Ρόδου» είναι ένα ομοιοκατάληκτο ποίημα γραμμένο από τον Ροδίτη ποιητή Εμμανουήλ Λιμενίτη (γνωστού παλιότερα ως Γεωργηλλά). Περιγράφει μεταξύ άλλων την επιδημία πανούκλας στα τέλη του 15ου αιώνα, που την έζησε και ο ίδιος. Η επιδημία βουβωνικής πανώλης ξέσπασε στην ιπποτοκρατούμενη πόλη της Ρόδου τον Οκτώβριο του 1498.
Ακολουθώντας μια παραδοσιακή χριστιανική κοσμοθεωρία, ο Εμμανουήλ Λιμενίτης αποδίδει τις φυσικές και άλλες καταστροφές στις αμαρτίες των ανθρώπων, κυρίως στον ελεύθερο ερωτισμό, στα τυχερά παιχνίδια και στην απληστία, στη μη τήρηση των εκκλησιαστικών τυπικών, τη μοιχεία, τη δικομανία των πολιτών και την έλλειψη φιλανθρωπίας. Ο ποιητής παρουσιάζει την επιδημία ως δίκαιη θεία τιμωρία για τα ήθη των ανθρώπων, ενώ η Ρόδος προσωποποιείται ως φορέας όλων των αμαρτιών των κοινωνικών τάξεων.
Χιλιοστώ τω έτει τε τετρακοσιοστῶ τε
συν άλλοις ενενήκοντα και οκτώ πληρεστάτοις
θνήσις και μόρος εκ Θεού και παίδευσις η εκ τούτου
θανατικόν επέσωσεν εις το νησίν της Ρόδου·
και ήρχισεν από μηνός αυτού του Οκτωβρίου.
κι εκράτει μήνας είκοσι η λοίμη του θανάτου,
κυριαρχούντος τοιγαρούν, μεγαλομαστορούντος
φρα-Πέτρου τε δε Αβουσσών, έτι και γκαρδινάλου
δε Σαντο¬Ανδριάνου τε και ο αυτός Φρατζόρζης.
Καθέδρας αποστολικής της μητροπόλεως Ρόδου
ήτον ο αγιότατος ο σοφός Μητροφάνης,
αρχιερεύς πανάρετος, καλός μητροπολίτης·
εν τώδε τω θανατικώ και αυτός απεβίω.
Αλλά γε και το ποίημα και όσα διαστίχου
εγράφησαν, βαβαί παπαί, διά το θανατικόν της Ρόδου,
Εμμανουήλ ο γράψας είν᾽, ακμή και ο ποιήσας,
Γεωργηλλάς ακούεται, Λιμενίτης το επίκλιν...
Ουτοπία
Τόμας Μορ
(1516)
Η «Ουτοπία» είναι ένα έργο φαντασίας και κοινωνικοπολιτικής
σάτιρας του Τόμας Μορ (1478-1535), γραμμένο σε λατινικά, που δημοσιεύτηκε το 1516.
Ένας θαλασσοπόρος ανακαλύπτει σ’ ένα μακρινό νησί, την Ουτοπία, μια ιδανική κοινωνία. Οι κάτοικοι του νησιού απολαμβάνουν ισότητα, δημοκρατία και κοινοκτημοσύνη, με άλλα λόγια όσα δεν διέθετε η Αγγλία της εποχής. Το νησί είναι αλώβητο κι από επιδημίες, για παράδειγμα από την πανώλη που είχε ενσκήψει επανειλημμένα τότε στην Αγγλία.
Η Χρονιά της Πανούκλας
Daniel Defoe
(1722)
Στη «Χρονιά της Πανούκλας» ο Ντάνιελ Νταφόε περιγράφει τα δραματικά γεγονότα κατά την Μεγάλη Πανώλη στο Λονδίνο, αναμειγνύοντας γραπτές πηγές, μαρτυρίες ανθρώπων που τα έζησαν και μυθιστορηματικά στοιχεία.
Την εποχή της πανούκλας ο ίδιος ήταν πέντε χρονών. Ο συγγραφέας καταγράφει τα όσα έζησε ως μικρό παιδί στη μεγάλη πανώλη του Λονδίνου, παίρνοντας έμπνευση από τις ακραίες συνθήκες που είχε δει με τα ίδια του τα μάτια. Αρρώστια, φόβος, αποδιοργάνωση, χαμηλά ένστικτα, θάνατος αλλά και πράξεις που ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα μέτρα ήταν ιδανικός καμβάς για να ζωγραφίσει τις ιστορίες του.
Ο Ντεφόε περιγράφει μια πόλη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης: υστερία, δεισιδαιμονίες, ανεργία, λεηλασίες και απάτες συνθέτουν το σκηνικό. Αποτελεί το πρότυπο και υπόδειγμα κάθε απόπειρας ν' αποδοθεί η «πόλις», ο τρόμος μάλιστα της «πόλεως», του «άστεως», σε στιγμές επιδημίας, πολιορκίας ή εχθρικής κατοχής.
Ασπασία
Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός
(1813)

Ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός ή Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, Έλληνας λόγιος και πολιτικός της Βλαχίας, Μολδαβίας και της νεοσύστατης Ελλάδας, συνέθεσε την έμμετρη τραγωδία «Ασπασία» το 1813. Ο συγγραφέας περιγράφει ζωντανά τη φρίκη του λοιμού, τη μορφολογία της επιδημίας και την κλινική συμπτωματολογία της επάρατης νόσου -έργο επηρεασμένο από τον αθηναϊκό λοιμό όπως τον αποτύπωσε ο Θουκυδίδης, που οδήγησε και τον Περικλή στον θάνατο. Αιτία του λοιμού θεωρείται η αχαριστία των πολιτών στον Περικλή. Η Ασπασία είναι το ηθικό στοιχείο που αποφασίζει να πάει στη χτυπημένη από τον λοιμό Αθήνα με σκοπό να βρει τον Περικλή.
Η επιδημία, όμως, στο έργο δεν γεννά μονάχα κακό, αλλά βοηθά να ανθίσει και η ήδη υπάρχουσα ανηθικότητα, ενώ η υποκρισία και η κερδοσκοπία διατρέχουν πια όλη την κοινωνία: οι νεκροθάφτες που πριν έκλαιγαν, μεταφέροντας τα πτώματα του απλού λαού, τώρα χαίρονται που θα θάψουν επί χρήμασι τον Περικλή.
Διαβάστε εδώ ολόκληρο το έργο.
Οι λογοδοσμένοι
Alessandro Manzoni
(1827)

Το έργο «Οι λογοδοσμένοι» ή αλλιώς «Οι αρραβωνιασμένοι» είναι σημαντικό ιστορικό μυθιστόρημα του Αλεσσάντρο Μαντσόνι, και θεωρείται το πιο διάσημο και πιο διαδεδομένο στην ιταλική γλώσσα. Δημοσιεύθηκε σε πρώτη έκδοση το 1827, αναθεωρήθηκε αργότερα από τον ίδιο συγγραφέα και αναδημοσιεύθηκε στην τελική έκδοσή του μεταξύ 1840 και 1842.
Διαδραματίζεται μεταξύ 1628 και 1630 στη Λομβαρδία κατά την περίοδο της ισπανικής κυριαρχίας. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε αυστηρή ιστορική έρευνα και τα επεισόδια του δέκατου έβδομου αιώνα, όπως οι αντιξοότητες της μοναχής της Μόντζας (Marianna de Leyva y Marino) και της Μεγάλης πανούκλας του 1629-1631, και έχουν ως βάση αρχειακά έγγραφα και χρονικά εποχής.
Το μυθιστόρημα του Μαντζόνι θεωρείται όχι μόνο ως ορόσημο στην ιταλική λογοτεχνία - καθώς είναι το πρώτο σύγχρονο μυθιστόρημα αυτής της λογοτεχνικής παράδοσης - αλλά και ένα θεμελιώδες πέρασμα στη γέννηση της ίδιας της ιταλικής γλώσσας.