Αριθμός επισκέψεων
Acerca de
Τι είναι τα λοιμώδη νοσήματα και γιατί έχουν αυτή τη δραματική επίπτωση στους ανθρώπινους πληθυσμούς;
Οι ιοί δεν αποτελούν ζωντανούς κυτταρικούς οργανισμούς, όπως τα βακτήρια, οι μύκητες, κ.ά. Οι ιοί είναι πρωτεϊνικά μόρια γενετικού υλικού (DNA ή RNA), τα οποία πολλαπλασιάζονται μόνο εντός ζωντανών κυττάρων ενός οργανισμού. Η δυνατότητά τους να πολλαπλασιάζονται αποτέλεσε για ορισμένους επιστήμονες κριτήριο προκειμένου να τοποθετήσουν τους ιούς στα όρια του ορισμού των ζωντανών οργανισμών.
Οι ιοί ανακαλύφθηκαν πριν από περίπου εκατόν τριάντα χρόνια. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Παστέρ και ο Τζένερ, που ανέπτυξαν τα πρώτα εμβόλια κατά της ιογενούς λοίμωξης της λύσσας, δεν γνώριζαν την ύπαρξη των ιών. Το 1892 εντοπίστηκε για πρώτη φορά μη βακτηριακό παθογόνο, το οποίο μόλυνε φυτείες καπνού και το οποίο ονοματίστηκε "ιός" το 1898 από τον Ολλανδό βακτηριολόγο Martinus Beijerinck.
Οι ιοί έχουν ανάγκη από την ύπαρξη "υποδόχων", τα οποία είναι έμψυχα (λ.χ. ένα ζώο) ή άψυχα (λ.χ. το νερό) στοιχεία του περιβάλλοντος που επιτρέπουν στους λοιμογόνους παράγοντες να ζουν και (δυνητικά) να πολλαπλασιάζονται. Μόνο στις νυχτερίδες, που ενοχοποιούνται για την πρόκληση της πανδημίας COVID-19, υπάρχουν περίπου 14.000 κορωνοϊοί! Όταν τα υπόδοχα ανήκουν στο ζωικό βασίλειο, ονομάζονται επίσης και "ξενιστές", όπως οι παγκολίνοι της πρόσφατης πανδημίας. Ορισμένοι ξενιστές (συνήθως έντομα ή άλλα αρθρόποδα) μπορεί να είναι συγχρόνως και "διαβιβαστές" των αντίστοιχων λοιμογόνων παραγόντων στον άνθρωπο. Το 17% των λοιμώξεων οφείλεται σε παθογόνα που μεταδίδονται από διαβιβαστές, προκαλώντας περίπου ένα εκατομμύριο θανάτους ετησίως.
Η καταγωγή και η εξέλιξη των ιών δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμα. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι μπορεί να προήλθαν από πλασμίδια (κομμάτια DNA που μπορούν να κινούνται μεταξύ των κυττάρων), ενώ οι περισσότεροι θεωρούν ότι οι ιοί εξελίχθηκαν από τα βακτηρίδια.
Απολιθωμένα βακτηρίδια βρέθηκαν σε γεωλογικούς σχηματισμούς τους οποίους ορισμένοι παλαιοντολόγοι χρονολογούν σε περισσότερο από 2 δισ. χρόνια και άλλοι πριν από 500 εκατ. χρόνια. Τα βακτηρίδια υπολογίζεται ότι συνδέθηκαν για πρώτη φορά με τα ζώα πριν από τουλάχιστον 300 εκατ. χρόνια, σε μια εποχή που προηγήθηκε της εμφάνισης των σπονδυλωτών στη Γη. Σε ό,τι αφορά τα θηλαστικά που επικράτησαν πριν από 60 εκατ. χρόνια, μελέτη των απολιθωμάτων τους διαπίστωσε και στην περίπτωσή τους λοιμώδη νοσήματα των οστών, καθώς και όγκους, οστεοαρθρίτιδες, κ.ά. Ανάλογα παθολογικά σημάδια συναντάμε και στα πρώτα ανθρωποειδή, που εμφανίζονται πριν από 500.000 χρόνια.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο άνθρωπος έζησε νομαδικά, εξαρτώμενος για την τροφή του από το κυνήγι, το ψάρεμα και τη συγκομιδή καρπών. Σε όλη αυτή τη μακροχρόνια περίοδο, τα λοιμώδη νοσήματα ήταν λίγα και σποραδικά και δεν αποτελούσαν σοβαρή απειλή για την υγεία και τη ζωή των ανθρώπων, όπως συνέβη αργότερα. Τα λοιμώδη νοσήματα δεν είναι συνηθισμένα στα ζώα. Το ίδιο, πιθανότατα, ίσχυε και για τον άνθρωπο της εποχής εκείνης. Το γεγονός πάντως ότι τον περιέβαλλαν έντομα και μύγες, φορείς παθογόνων μικροοργανισμών, μπορεί να τον έκαναν να υποφέρει από ορισμένα λοιμώδη νοσήματα, όπως η ελονοσία, που τη συναντάμε σήμερα και σε άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά.
Σε αυτές τις απειλές θα πρέπει να προστέθηκαν και νέες κατά τη μετακίνηση του πρωτόγονου ανθρώπου από τα πυκνά δάση προς τις αναπεπταμένες πεδιάδες. Η υιοθέτηση της κρεατοφαγίας είχε ως επακόλουθο την έκθεση σε νέα παράσιτα, όπως η ταινία, ενώ η συνεύρεση με ζώα όπως η αντιλόπη είναι πιθανόν να έφερε τον άνθρωπο σε επαφή με τη μύγα τσε-τσε, που μεταδίδει τη νόσο του ύπνου (τρυπανοσωμίωση). Εκτός από τις μεταδιδόμενες ζωονόσους, οι άνθρωποι της εποχής εκείνης θα πρέπει να υπέφεραν και από χρόνιες λοιμώξεις, που παραμένουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στον ξενιστή και μεταδίδονται ανεξάρτητα από την πληθυσμιακή πυκνότητα. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται λοιμώξεις από ορισμένα βακτηρίδια, όπως του σταφυλόκοκκου και του στρεπτόκοκκου, γαστρεντερικές αμοιβάδες, και πιθανόν ο ιός του έρπη.
Οι πρωτόγονοι άνθρωποι, ζώντας σε μικρές ομάδες, είναι μάλλον απίθανο να εκτίθενταν σε πολλά από τα νοσήματα που μεταδίδονται αερογενώς (όπως η ιλαρά, ο κοκίτης, η φυματίωση, η γρίπη, η διφθερίτις, το κοινό κρυολόγημα) και που εμφανίζονται αργότερα σε μεγαλύτερους πληθυσμούς.
Πριν από περίπου δέκα χιλιάδες χρόνια, με την έναρξη της Νεολιθικής περιόδου, η συλλογή καρπών και το κυνήγι υποχώρησαν για να αναπτυχθεί η γεωργία και η κτηνοτροφία, με την καλλιέργεια των φυτών και την εξημέρωση και την εκτροφή των ζώων. Τότε δημιουργήθηκαν και οι πρώτοι μόνιμοι οικισμοί. Ο συνολικός πληθυσμός της Γης ήταν αρκετά μικρότερος από 10 εκατομμύρια. Η ζωή ήταν σύντομη και η θνησιμότητα μεγάλη. Στην αρχή, μικρό μόνο μέρος της θνησιμότητας οφειλόταν σε λοιμώδη νοσήματα. Σε έναν νεολιθικό σκελετό που βρέθηκε στη Γερμανία διαπιστώθηκαν σημάδια φυματιώδους σπονδυλίτιδας, ενώ επιπλοκές πολιομυελίτιδας έχουν διαπιστωθεί σε νεολιθικούς σκελετούς στην Αγγλία. Σταδιακά όμως, με την επέκταση των οικισμών, στους οποίους ήταν υποβαθμισμένες οι συνθήκες ύδρευσης και αποχέτευσης, καθώς και με την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, τα λοιμώδη νοσήματα αυξάνονταν όλο και περισσότερο.
Ο χώρος που καλύπτει σήμερα η Ελλάδα –όπως, εξάλλου, και το μεγαλύτερο τμήμα της λεκάνης της Μεσογείου- αποτελούσε κατά τη Νεολιθική εποχή κοινή δεξαμενή λοιμωδών νοσημάτων. Οι περισσότερες πληροφορίες που διαθέτει για την περιοχή αυτή η παλαιοπαθολογία προέρχονται από την Αίγυπτο, όπου έχουν επιβεβαιωθεί διάφορα λοιμώδη οστικά νοσήματα, όπως η πολιομυελίτιδα και η φυματίωση του ισχίου και της σπονδυλικής στήλης. Σε μούμιες ηλικίας 3.000 ετών διαπιστώθηκαν ενδείξεις τρυπανοσωμίασης, η οποία αποτελεί μέχρι σήμερα συχνή νόσο στην Αίγυπτο. Σε μούμιες του 1.100 π.Χ. έχουν εντοπιστεί σημάδια ιλαράς (ιογενής) αλλά και ευλογιάς (ιογενής), νόσου που περιεγράφηκε για πρώτη φορά κατά τον Μεσαίωνα.
Στην Ινδία, κατά τη Βεδική περίοδο, η οποία διήρκεσε περίπου έως το 800 π.Χ., καταγράφεται μεγάλος αριθμός νοσημάτων. Κυριαρχούν οι πυρετοί (η Ινδία ακόμα και σήμερα μαστίζεται από ελονοσία), ενώ μεγάλη είναι και η επίπτωση της χολέρας και της πανώλης. Η ύπαρξη εμπύρετων λοιμώξεων επιβεβαιώνεται και από ευρήματα της Βραχμανικής περιόδου (800 π.Χ.-1000 μ.Χ.).
Αλλά και στην Αμερική, παρά τη διαδεδομένη άποψη ότι αυτή η ήπειρος ήταν απαλλαγμένη από λοιμώδη νοσήματα, σε μούμιες ενός προϊστορικού βορειοαμερικανικού πολιτισμού υπάρχουν ενδείξεις βρογχοπνευμονίας και πνευμονοκονίασης.
Μέχρι και την εποχή του Ιπποκράτη, στην Ελλάδα δεν διαπιστώνονται κρούσματα ιλαράς, πανώλης, ευλογιάς και κίτρινου πυρετού (ιογενής), νόσων που "θέριζαν" σε άλλες περιοχές της υφηλίου. Το έδαφος, το κλίμα και η χλωρίδα δεν ευνοούσαν την εμφάνιση αυτών των επιδημικών νοσημάτων, που μάστιζαν τους πληθυσμούς της Ασίας και της Αφρικής.
Οι ιπποκράτειοι γιατροί διέκριναν τις αρρώστιες σε επιδημικές, ενδημικές και σποραδικές. Από αυτές, οι πιο σημαντικές ήταν η ελονοσία, η φυματίωση και οι γαστρεντερίτιδες. Από τις γαστρεντερίτιδες (κυρίως ιογενείς) τις πιο σοβαρές επιπτώσεις είχαν ο τυφοειδής πυρετός, οι σαλμονελώσεις, η αμοιβαδική δυσεντερία και οι σιγκελώσεις, ενώ σοβαρά προβλήματα δημιουργούσαν επίσης οι οφθαλμικές λοιμώξεις και οι δερματίτιδες.
Από τα λοιμώδη νοσήματα, τις σοβαρότερες αρνητικές συνέπειες είχε η ελονοσία, η οποία υπέσκαψε την υγεία των κατοίκων της αρχαίας Ελλάδας, αποδεκάτισε πληθυσμούς ζωτικών περιοχών, κλόνισε την παραγωγή και την οικονομία, και αποτέλεσε έτσι αποφασιστικό παράγοντα παρακμής του κλασικού πολιτισμού. Η σύφιλη δεν αναφέρεται πουθενά στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ενώ η λέπρα, αν και μπορεί να υπήρχε ήδη από την αρχή της κλασικής περιόδου, μόνο κατά τα τελευταία χρόνια προσέλαβε ενδημική μορφή.
Οι επιπτώσεις των λοιμωδών νοσημάτων επηρέασαν κρίσιμες ιστορικές εξελίξεις, τόσο στη Νεολιθική εποχή όσο και κατά τα χρόνια που ακολούθησαν. Στην Ιλιάδα εμφανίζεται ο Απόλλωνας, με τα βέλη του να προκαλούν επιδημικά νοσήματα στο στρατό των Ελλήνων. Άλλες χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν η μεγάλη επιδημία (πιθανότατα τύφου) στην Αθήνα του 430 π.Χ., που συνέβαλε καθοριστικά στην ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και στην κατάρρευση της ηγεμονίας της. Σημαντικές επιδημίες το 165-180, το 251-266 και το 355-363 μ.Χ. ερήμωσαν μεγάλες περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και επέσπευσαν την αποδυνάμωσή της.
Στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν αρκετά διαδεδομένες οι επιδημίες ανεμοβλογιάς (ιογενής), σκορβούτου και εργοτισμού, νόσου που προέρχεται από τη σίκαλη, γνωστής και ως "πυρ του Αγίου Αντωνίου". Το 570 μ.Χ. επιδημία ανεμοβλογιάς σκόρπισε τον θάνατο σε όλη την Ευρώπη. Ο πληθυσμός της Ευρώπης, που το 200 μ.Χ. ανερχόταν σε 36 περίπου εκατ., το 600 μ.Χ. έφτανε μόλις τα 26 εκατ. Πολύ πιο γνωστές είναι οι θανατηφόρες επιδημίες που έπληξαν την Ευρώπη μετά τον 13ο αιώνα. Η λέπρα τον 14ο αιώνα, η πανώλη τον 15ο, η σύφιλη τον 16ο, η ιλαρά τον 17ο και 18ο, η φυματίωση και η οστρακιά τον 19ο αιώνα, προκάλεσαν εκατομμύρια θανάτους και επιτάχυναν κοινωνικές ανακατατάξεις και πολιτικές εξελίξεις.
Η περίοδος από την αρχή του 18ου αιώνα μέχρι σήμερα υπήρξε περίοδος μετάβασης από τον αγροτικό τρόπο ζωής στο βιομηχανικό. Στις περισσότερες προηγμένες χώρες η μετάβαση έχει ήδη ολοκληρωθεί, προκαλώντας αλλαγές και στο νοσολογικό μοντέλο, με τη μετατόπιση από τα λοιμώδη νοσήματα προς τα μη μεταδοτικά (καρδιαγγειακά, καρκίνοι, κ.ά.). Ωστόσο, σε ορισμένες υπό ανάπτυξη περιοχές η μετάβαση αυτή σχεδόν δεν έχει καν ξεκινήσει ακόμα, αν και στο σύνολο της υφηλίου αναμένεται να ολοκληρωθεί σύντομα.
Αρχικά, η δραστική μείωση των λοιμωδών νοσημάτων, μετά το 1850 στις αναπτυγμένες χώρες, αφορούσε κυρίως τα μεταδιδόμενα από το νερό νοσήματα, όπως ο τύφος. Μετά το 1900 παρουσιάζουν μεγαλύτερη μείωση τα νοσήματα που μεταδίδονται με τον αέρα, κυρίως η βρογχίτιδα (ιογενής), η πνευμονία (και ιογενής) και η γρίπη (ιογενής). Η φυματίωση, που ανήκει σε αυτή την κατηγορία, παρουσίασε μεγάλη και σταθερή μείωση, σε όλο το διάστημα από το 1850 έως το 1971, συμβάλλοντας κατά 17,5% στη μείωση της συνολικής θνησιμότητας.
O Βρετανός γιατρός και καθηγητής της κοινωνικής ιατρικής Τόμας Μακίουν (Thomas McKeown) είχε εκτιμήσει πριν από περίπου πενήντα χρόνια ότι σε αναπτυγμένες χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία το 80-90% της συνολικής μείωσης της θνησιμότητας από τις αρχές του 18ου αιώνα έως σήμερα οφειλόταν στη μείωση των θανάτων από λοιμώδη νοσήματα.
Πηγή: https://www.dianeosis.org/research/covid-19/